προγίνομαι

προγίνομαι
προγίνομαι (Hom. et al.) aor. ptc. pl. προγενόμενοι (Just., A I, 46, 4); pf. ptc. προγεγονώς, mid.-pass. pl. προγεγενημένοι (Just.) to originate in time before, be born earlier, happen or be done before (Hdt.+; ins, pap, LXX, Just.) τὰ προγεγονότα ἁμαρτήματα the sins that were committed in former times, in the time when God also showed forbearance Ro 3:25 (schol. on Apollon. Rhod. 4, 411–13 τὰ προγεγενημένα ἁμαρτήματα; Diod S 19, 1, 3 τὰ προγεγενημένα ἀδικήματα; cp. X., Mem. 2, 7, 9 τ. προγεγονυῖαν χάριν). τὰ προγεγονότα πονηρά Hv 1, 3, 1. ὁ προγεγονώς the former one (i.e. the Phoenix), predecessor 1 Cl 25:3.—DELG s.v. γίγνομαι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • προγίγνομαι — και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α 1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι 2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ. β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» οι προγενέστεροι, Ξεν.) 3. γεννιέμαι 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”